Όταν δυο αδίστακτοι λωποδύτες κλέβουν το μπιμπερό ενός αθώου μωρού, είναι σίγουροι ότι ποτέ δε θα λογοδοτήσουν για την αποτρόπαια αυτή πράξη τους. Λογαριάζουν όμως χωρίς το μωρό, που είναι αποφασισμένο να βρει το κλεμμένο μπιμπερό και να τιμωρήσει τους δράστες. Ναι. Το μωρό δε φοβάται! Το μωρό δε διστάζει! Το μωρό αψηφά τον άνεμο που λυσσομανά! Αψηφά και το πυκνό χαλάζι! Αγνοώντας τα παρακάλια της μαμάς του βγαίνει μπουσουλώντας απ’ το σπίτι και παίρνει τον κατηφορικό δρόμο για το κακόφημο λιμάνι, εκεί που συχνάζουν πειρατές και δραπέτες φυλακών, εκεί που καιροφυλακτούν ύποπτοι πιγκουίνοι και ανελέητοι ληστές λουκουμάδων, εκεί που κυκλοφορούν κακοποιοί με σηκωμένους τους γιακάδες και τις τσέπες τους γεμάτες καναρίνια και κλεμμένους κουμπαράδες. Το ατρόμητο μωρό θα βρεθεί αντιμέτωπο με τον Τσάρλυ τον Ατσίδα με τη στραβή χωρίστρα και τον Πητ τον Πιτυρίδα, που έχει κλέψει μια ορχήστρα, θα κατατροπώσει τον Μπάμπη τον Μπουγάτσα, τον πρώην παλαιστή με την άγρια φάτσα, θα αναμετρηθεί με τον Τζιμ τον Αρπατσίνο, τον τρόμο των καζίνο, και με χίλιους δυο άλλους, ώσπου να εντοπίσει το απρόσιτο κρησφύγετο των κακοποιών και μέσα από ανήκουστους κίνδυνους να διεκδικήσει το κλεμμένο μπιμπερό του.
Μια ιστορία που τη διαβάζει κανείς με κομμένη την ανάσα, δαγκώνοντας τα νύχια του από αγωνιά. Μια ιστορία που όποιος την απολαύσει δε θα δει ποτέ πια μπιμπερό (ούτε και κουδουνίστρα) με το ίδιο μάτι.